μανιάτικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μανιάτικο | ||
| γενική | του | μανιάτικου | ||
| αιτιατική | το | μανιάτικο | ||
| κλητική | μανιάτικο | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανιάτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μανιάτικος· αναφέρεται στο μανιάτικο έθιμο της βεντέτας που συνεχιζόταν από γενιά σε γενιά στη Μάνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈɲa.ti.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νιά‐τι‐κο
Ουσιαστικό
μανιάτικο ουδέτερο
- διαπροσωπική έχθρα που διαιωνίζεται
- το κρατάω μανιάτικο: τρέφω διαρκή συναισθήματα εχθρότητας και μνησικακίας, δε συγχωρώ στον άλλον κάτι που μου έκανε και με έβλαψε ή με πρόσβαλε
- → δείτε και τις λέξεις εκδικητικός και μνησίκακος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μανιάτικο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του μανιάτικος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μανιάτικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.