μαλαϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαλαϊκός | η | μαλαϊκή | το | μαλαϊκό |
| γενική | του | μαλαϊκού | της | μαλαϊκής | του | μαλαϊκού |
| αιτιατική | τον | μαλαϊκό | τη | μαλαϊκή | το | μαλαϊκό |
| κλητική | μαλαϊκέ | μαλαϊκή | μαλαϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαλαϊκοί | οι | μαλαϊκές | τα | μαλαϊκά |
| γενική | των | μαλαϊκών | των | μαλαϊκών | των | μαλαϊκών |
| αιτιατική | τους | μαλαϊκούς | τις | μαλαϊκές | τα | μαλαϊκά |
| κλητική | μαλαϊκοί | μαλαϊκές | μαλαϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
μαλαϊκός
- που αναφέρεται ή σχετίζεται με τη Μαλαισία και τους Mαλαισίους
- που ανήκει ή προέρχεται από τη Μαλαισία
Μεταφράσεις
μαλαϊκός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.