μαλακοκαύλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαλακοκαύλης | οι | μαλακοκαύληδες |
| γενική | του | μαλακοκαύλη | των | μαλακοκαύληδων |
| αιτιατική | τον | μαλακοκαύλη | τους | μαλακοκαύληδες |
| κλητική | μαλακοκαύλη | μαλακοκαύληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαλακοκαύλης αρσενικό
- (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος νωθρός, χωρίς πρωτοβουλία και σθένος, που εύκολα τον κατευθύνουν άλλοι
- (κυριολεκτικά) ο άνθρωπος που κατά την διάρκεια της σεξουαλικής επαφής δεν έχει αρκετή στύση
Μεταφράσεις
μαλακοκαύλης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.