μαλακάκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαλακάκος οι μαλακάκοι
      γενική του μαλακάκου των μαλακάκων
    αιτιατική τον μαλακάκο τους μαλακάκους
     κλητική μαλακάκο μαλακάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαλακάκος < μαλάκας + υποκοριστικό επίθημα -άκος

Ουσιαστικό

μαλακάκος αρσενικό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μαλάκας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.