μακροπροσωπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μακροπροσωπία | οι | μακροπροσωπίες |
| γενική | της | μακροπροσωπίας | των | μακροπροσωπιών |
| αιτιατική | τη | μακροπροσωπία | τις | μακροπροσωπίες |
| κλητική | μακροπροσωπία | μακροπροσωπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μακροπροσωπία < μακροπρόσωπος + -ία < ελληνιστική κοινή μακροπρόσωπος < αρχαία ελληνική μακρός + πρόσωπον
Μεταφράσεις
μακροπροσωπία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.