μακρηγορώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μακρηγορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακρηγορῶ[1][2]

Ρήμα

μακρηγορώ

  • μακρυγορώ (εσφαλμένη γραφή)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μακρηγορώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. μακρηγορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.