επί μακρόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επί μακρόν < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ μακρόν < αρχαία ελληνική ἐπὶ μακρόν  δείτε τις λέξεις ἐπί και μακρός

Έκφραση

επί μακρόν (λόγιο)

  1. (επιρρηματικά) για εκτεταμένο χρονικό διάστημα
    Συντάχθηκε επί μακρόν το σύγγραμμά του.
     συνώνυμα: μακροχρόνια
  2. (επιθετικοποιημένο)
    Είχε επί μακρόν καριέρα πριν παραιτηθεί.
     συνώνυμα: διαρκής

  • διά μακρών
  • μετά μακρόν
  • από μακρού

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.