μακρήγορος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μακρήγορος < μακρ- + αρχαία ελληνική -ήγορος → δείτε τις λέξεις ἀγορά και ἀγορεύω
Επίθετο
μακρήγορος
- που μιλάει πολλή ώρα
- ↪ 12ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Τζέτζης, Tz. H. 10.4. → χρειάζεται παράθεμα
Συγγενικά
- μακρηγορῶ
- → δείτε τη λέξη μακρός
Πηγές
- μακρήγορος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μακρήγορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακρήγορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μακρήγορος | τὸ | μακρήγορον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μακρηγόρου | τοῦ | μακρηγόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μακρηγόρῳ | τῷ | μακρηγόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μακρήγορον | τὸ | μακρήγορον | ||
| κλητική ὦ! | μακρήγορε | μακρήγορον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μακρήγοροι | τὰ | μακρήγορᾰ | ||
| γενική | τῶν | μακρηγόρων | τῶν | μακρηγόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μακρηγόροις | τοῖς | μακρηγόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μακρηγόρους | τὰ | μακρήγορᾰ | ||
| κλητική ὦ! | μακρήγοροι | μακρήγορᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακρηγόρω | τὼ | μακρηγόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μακρηγόροιν | τοῖν | μακρηγόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μακρήγορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακρήγορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.