μαθεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαθεύομαι < συνοπτικό θέμα μαθ- από το ρήμα μαθαίνω + επίθημα -εύομαι [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈθe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαθεύομαι

Ρήμα

μαθεύομαι, πρτ.: μαθευόμουν, στ.μέλλ.: θα μαθευτώ, αόρ.: μαθεύτηκα, μτχ.π.π.: μαθημένος (αποθετικό ρήμα)  δείτε και τη λέξη μαθαίνομαι

  1. (για νέα, ειδήσεις, πληροφορίες) γίνεται γνωστό
    Δε μαθεύτηκε τίποτα. Το κρατούν όλοι επτασφράγιστο μυστικό.
    Η αλήθεια πάντα μαθεύεται.
  2. (σε γ' πρόσωπο κυρίως αορίστου: απρόσωπο ρήμα  δείτε μαθεύεται) διαδίδεται η φήμη
    Μόλις μαθεύτηκε ότι παραιτήθηκε ο πρόεδρος.
    Μαθεύεται ότι θα παντρευτείς· αληθεύει;

Κλίση

  • Τα ρήματα μαθαίνομαι και μαθεύομαι συχνά εναλλάσσονται (με την έννοια: γίνεται γνωστό)
  • Σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη ο αόριστος (μαθεύτηκα) περιλαμβάνεται και στην κλίση του μαθαίνομαι. [2]

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). σελ.367

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.