μαγνητοφωνήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μαγνητοφωνήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαγνητοφωνώ
  2. θα μαγνητοφωνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαγνητοφωνώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μαγνητοφωνήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαγνητοφώνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.