μαγνητοσκοπούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαγνητοσκοπούμαι <παθητική φωνή του μαγνητοσκοπώ

Ρήμα

μαγνητοσκοπούμαι

  1. με καταγράφουν σε οπτικό μέσο
    Ο αγώνας που μαγνητοσκοπήθηκε το μεσημέρι θα ξαναπροβληθεί στις 9.45 απόψε
    Ο μαγνητοσκοπημένος αγώνας τελικά δεν θα προβληθεί, επειδή η ομάδα τιμωρήθηκε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.