μαγνησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνησία οι μαγνησίες
      γενική της μαγνησίας των μαγνησιών
    αιτιατική τη μαγνησία τις μαγνησίες
     κλητική μαγνησία μαγνησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγνησία < Μαγνησία λίθος < Μαγνησία (περιοχή)

Ουσιαστικό

μαγνησία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.