μίμησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| μῑμησι- μῑμησε- | |||||
| ονομαστική | ἡ | μίμησῐς | αἱ | μιμήσεις | |
| γενική | τῆς | μιμήσεως | τῶν | μιμήσεων | |
| δοτική | τῇ | μιμήσει | ταῖς | μιμήσεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | μίμησῐν | τὰς | μιμήσεις | |
| κλητική ὦ! | μίμησῐ | μιμήσεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μιμήσει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μιμησέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Σύνθετα
- ἀντιμίμησις
- ἀπομίμησις
- ἐκμίμησις
Πηγές
- μίμησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.