μίμημα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μίμημᾰ τὰ μιμήμᾰτ
      γενική τοῦ μιμήμᾰτος τῶν μιμημᾰ́των
      δοτική τῷ μιμήμᾰτ τοῖς μιμήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μίμημᾰ τὰ μιμήμᾰτ
     κλητική ! μίμημᾰ μιμήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μιμήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  μιμημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μίμημα < μιμη- (μιμέομαι) + -μα

Ουσιαστικό

μίμημα [ ] ουδέτερο

Συγγενικά

& και  δείτε τη λέξη μιμέομαι

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.