μίμημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μίμημᾰ | τὰ | μιμήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | μιμήμᾰτος | τῶν | μιμημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | μιμήμᾰτῐ | τοῖς | μιμήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | μίμημᾰ | τὰ | μιμήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | μίμημᾰ | μιμήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μιμήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μιμημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- μίμημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μίμημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.