μιμηλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| μῑμηλο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | μιμηλός | ἡ | μιμηλή | τὸ | μιμηλόν | |
| γενική | τοῦ | μιμηλοῦ | τῆς | μιμηλῆς | τοῦ | μιμηλοῦ | |
| δοτική | τῷ | μιμηλῷ | τῇ | μιμηλῇ | τῷ | μιμηλῷ | |
| αιτιατική | τὸν | μιμηλόν | τὴν | μιμηλήν | τὸ | μιμηλόν | |
| κλητική ὦ! | μιμηλέ | μιμηλή | μιμηλόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | μιμηλοί | αἱ | μιμηλαί | τὰ | μιμηλᾰ́ | |
| γενική | τῶν | μιμηλῶν | τῶν | μιμηλῶν | τῶν | μιμηλῶν | |
| δοτική | τοῖς | μιμηλοῖς | ταῖς | μιμηλαῖς | τοῖς | μιμηλοῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | μιμηλούς | τὰς | μιμηλᾱ́ς | τὰ | μιμηλᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | μιμηλοί | μιμηλαί | μιμηλᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μιμηλώ | τὼ | μιμηλᾱ́ | τὼ | μιμηλώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | μιμηλοῖν | τοῖν | μιμηλαῖν | τοῖν | μιμηλοῖν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
- μιμηλός < αρχαία ελληνική μιμέομαι, μιμ- + -ηλός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < μῖμος
Επίθετο
μιμηλός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- που μιμείται
- ※ 1ος αιώνας ΚΕ - Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀγησίλαος Ages. 2
- τῆς δὲ μορφῆς εἰκόνα μὲν οὐκ ἔχομεν (αὐτὸς γὰρ οὐκ ἠθέλησεν, ἀλλὰ καὶ ἀποθνήσκων ἀπεῖπε “μήτε πλαστὰν μήτε μιμηλάν” τινα ποιήσασθαι τοῦ σώματος εἰκόνα),
- που τον μιμούνται
Παράγωγα
- μιμηλῶς (επίρρημα)
- μιμηλότατος
Πηγές
- μιμηλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μιμηλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.