μίλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μίλημα τα μιλήματα
      γενική του μιλήματος των μιλημάτων
    αιτιατική το μίλημα τα μιλήματα
     κλητική μίλημα μιλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μίλημα < μιλώ + -μα[1]

Ουσιαστικό

μίλημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.