μήνυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| μηνῡσῐ- μηνῡσε- | |||||
| ονομαστική | ἡ | μήνυσῐς | αἱ | μηνύσεις | |
| γενική | τῆς | μηνύσεως | τῶν | μηνύσεων | |
| δοτική | τῇ | μηνύσει | ταῖς | μηνύσεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | μήνυσῐν | τὰς | μηνύσεις | |
| κλητική ὦ! | μήνυσῐ | μηνύσεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηνύσει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μηνυσέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- μήνυσις < μηνύ(ω) + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μήνυση (με ειδικότερη σημασία)
Σύνθετα
- καταμήνυσις
- προμήνυσις
Πηγές
- μήνυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.