μέθεξη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μέθεξη < αρχαία ελληνική μέθεξις < μετέχω
Ουσιαστικό
μέθεξη θηλυκό
- ψυχική συνάντηση, επαφή, επικοινωνία
- (φιλοσοφία) επικοινωνία ανάμεσα στον αισθητό κόσμο και τον κόσμο των ιδεών
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.