λυράρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυράρης οι λυράρηδες
      γενική του λυράρη των λυράρηδων
    αιτιατική τον λυράρη τους λυράρηδες
     κλητική λυράρη λυράρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λυράρης < λύρ(α) + -άρης

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈɾa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυράρης

Ουσιαστικό

λυράρης αρσενικό (θηλυκό λυράρισσα)

  • (επάγγελμα) αυτός που παίζει λύρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.