λυμφατισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυμφατισμός οι λυμφατισμοί
      γενική του λυμφατισμού των λυμφατισμών
    αιτιατική τον λυμφατισμό τους λυμφατισμούς
     κλητική λυμφατισμέ λυμφατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λυμφατισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lymphatism < λατινική lymphaticus < lymphatus < lympho < lympha < αρχαία ελληνική νύμφη

Ουσιαστικό

λυμφατισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.