λουσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λουσμένος | η | λουσμένη | το | λουσμένο |
| γενική | του | λουσμένου | της | λουσμένης | του | λουσμένου |
| αιτιατική | τον | λουσμένο | τη | λουσμένη | το | λουσμένο |
| κλητική | λουσμένε | λουσμένη | λουσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λουσμένοι | οι | λουσμένες | τα | λουσμένα |
| γενική | των | λουσμένων | των | λουσμένων | των | λουσμένων |
| αιτιατική | τους | λουσμένους | τις | λουσμένες | τα | λουσμένα |
| κλητική | λουσμένοι | λουσμένες | λουσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λουσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λούζω, λούζομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /luˈzme.nos/
Μετοχή
λουσμένος, -η, -ο
- που έχει λούσει τα μαλλιά του
- βγήκε έξω λουσμένος και κρύωσε
- (μεταφορικά) που έχει λουστεί
- είδα την πόλη από μακριά, λουσμένη στο φως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.