λουφάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λουφάζω < μεσαιωνική ελληνική λωφάζω < αρχαία ελληνική λωφάω/ λωφῶ (αναπαύομαι, ησυχάζω)
Ρήμα
λουφάζω
- μένω ακίνητος και αμίλητος
- (κατ’ επέκταση) κρύβομαι σε ασφαλές μέρος προσπαθώντας να μη με αντιληφθεί κάποιος εχθρός, περιμένοντας να περάσει ένας κίνδυνος
- Ἁφουγκράσου! Πῶς τ' ἀηδόνι / λούφαξε στὴν ἐρημιά. / Ἄκουσ' ἄκουσε τὸν γκιόνη, / παύει νὰ μοιρολογᾶ... (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Νύχτα βασάνου)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λουφάζω | λούφαζα | θα λουφάζω | να λουφάζω | λουφάζοντας | |
| β' ενικ. | λουφάζεις | λούφαζες | θα λουφάζεις | να λουφάζεις | λούφαζε | |
| γ' ενικ. | λουφάζει | λούφαζε | θα λουφάζει | να λουφάζει | ||
| α' πληθ. | λουφάζουμε | λουφάζαμε | θα λουφάζουμε | να λουφάζουμε | ||
| β' πληθ. | λουφάζετε | λουφάζατε | θα λουφάζετε | να λουφάζετε | λουφάζετε | |
| γ' πληθ. | λουφάζουν(ε) | λούφαζαν λουφάζαν(ε) |
θα λουφάζουν(ε) | να λουφάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λούφαξα | θα λουφάξω | να λουφάξω | λουφάξει | ||
| β' ενικ. | λούφαξες | θα λουφάξεις | να λουφάξεις | λούφαξε | ||
| γ' ενικ. | λούφαξε | θα λουφάξει | να λουφάξει | |||
| α' πληθ. | λουφάξαμε | θα λουφάξουμε | να λουφάξουμε | |||
| β' πληθ. | λουφάξατε | θα λουφάξετε | να λουφάξετε | λουφάξτε | ||
| γ' πληθ. | λούφαξαν λουφάξαν(ε) |
θα λουφάξουν(ε) | να λουφάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λουφάξει | είχα λουφάξει | θα έχω λουφάξει | να έχω λουφάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις λουφάξει | είχες λουφάξει | θα έχεις λουφάξει | να έχεις λουφάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει λουφάξει | είχε λουφάξει | θα έχει λουφάξει | να έχει λουφάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λουφάξει | είχαμε λουφάξει | θα έχουμε λουφάξει | να έχουμε λουφάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε λουφάξει | είχατε λουφάξει | θα έχετε λουφάξει | να έχετε λουφάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λουφάξει | είχαν λουφάξει | θα έχουν λουφάξει | να έχουν λουφάξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι λουφαγμένος - είμαστε, είστε, είναι λουφαγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν λουφαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν λουφαγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι λουφαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι λουφαγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι λουφαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι λουφαγμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.