λωφάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λωφάω < λόφος

Ρήμα

λωφάω

  1. παύω, λήγω
  2. αναπαύομαι, ησυχάζω
  3. καταπραΰνομαι (για αρρώστια)
  4. κοπάζω (για άνεμο)
  5. (μεταβατικό) ανακουφίζω, ελαφρύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.