λουφατζής
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λουφατζής | οι | λουφατζήδες |
| γενική | του | λουφατζή | των | λουφατζήδων |
| αιτιατική | τον | λουφατζή | τους | λουφατζήδες |
| κλητική | λουφατζή | λουφατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- λουφατζής αρσενικό
- αυτός που αποφεύγει συστηματικά ανάληψη εργασίας, ή υπηρεσίας ιδιαίτερα στο στρατό, σε βάρος των συναδέλφων του
- αυτός που λουφάζει, μαζεύεται από φόβο ή αμηχανία και μένει σιωπηρός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
λουφατζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.