λουστρίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λουστρίνι | τα | λουστρίνια |
| γενική | του | λουστρινιού | των | λουστρινιών |
| αιτιατική | το | λουστρίνι | τα | λουστρίνια |
| κλητική | λουστρίνι | λουστρίνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λουστρίνι ουδέτερο
- δέρμα με επίστρωση ειδικού γυαλιστερού βερνικιού, ώστε να μην ξεβάφει για να μην χρειάζεται συχνό βάψιμο
- (συνεκδοχικά) κάθε τι κατασκευασμένο με τέτοιο δέρμα
- (ειδικότερα) (συνήθως στον πληθυντικό) παπούτσι από λουστρίνι
Παράγωγα
- λουστρινάκι
- λουστρινένιος
Μεταφράσεις
λουστρίνι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
