λουμίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λουμίνι | τα | λουμίνια |
| γενική | του | λουμινιού | των | λουμινιών |
| αιτιατική | το | λουμίνι | τα | λουμίνια |
| κλητική | λουμίνι | λουμίνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λουμίνι < (άμεσο δάνειο) βενετική lumin < λατινική lūmen[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /luˈmi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐μί‐νι
Συγγενικά
- λουμινάκι
Μεταφράσεις
λουμίνι
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.