λονδρέζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λονδρέζικος | η | λονδρέζικη | το | λονδρέζικο |
| γενική | του | λονδρέζικου | της | λονδρέζικης | του | λονδρέζικου |
| αιτιατική | τον | λονδρέζικο | τη | λονδρέζικη | το | λονδρέζικο |
| κλητική | λονδρέζικε | λονδρέζικη | λονδρέζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λονδρέζικοι | οι | λονδρέζικες | τα | λονδρέζικα |
| γενική | των | λονδρέζικων | των | λονδρέζικων | των | λονδρέζικων |
| αιτιατική | τους | λονδρέζικους | τις | λονδρέζικες | τα | λονδρέζικα |
| κλητική | λονδρέζικοι | λονδρέζικες | λονδρέζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λονδρέζικος < Λονδρέζος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.