lombard
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
lombard
(fr)
αρσενικό
λομβαρδικά
Επίθετο
lombard
(fr)
λομβαρδικός
, που ανήκει ή αναφέρεται στη Λομβαρδία
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈlɔ̃mbart
/
ⓘ
Ουσιαστικό
lombard
(pl)
αρσενικό
το
ενεχυροδανειστήριο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.