λιόχεντρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιόχεντρα οι λιόχεντρες
      γενική της λιόχεντρας των λιόχεντρων
    αιτιατική τη λιόχεντρα τις λιόχεντρες
     κλητική λιόχεντρα λιόχεντρες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιόχεντρα < (ήλιος) λι- + όχεντρα

Ουσιαστικό

λιόχεντρα θηλυκό (ιδιωματικό)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «Zamenis situla», Ερπετά και Αμφίβια της Ελλάδας (herpetofauna.gr)· πρόσβαση: 2021-03-01.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.