λιπαρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λιπαρότης | αἱ | λιπαρότητες |
| γενική | τῆς | λιπαρότητος | τῶν | λιπαροτήτων |
| δοτική | τῇ | λιπαρότητῐ | ταῖς | λιπαρότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | λιπαρότητᾰ | τὰς | λιπαρότητᾰς |
| κλητική ὦ! | λιπαρότης | λιπαρότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιπαρότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λιπαροτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λιπαρότης, -τητος θηλυκό
- η λιπαρότητα
- (στον πληθυντικό) λιπαρότητες λιπαρές ουσίες
- λαμπρότητα (όπως για λαμπερά μάτια)
Πηγές
- λιπαρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.