λιπαρότητες
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
λιπαρότητες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λιπαρότητα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
λιπαρότητες θηλυκό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του λιπαρότης
- και (ουσιαστικοποιημένο): λιπαρές ουσίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.