λιπίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιπίδιο τα λιπίδια
      γενική του λιπίδιου
& λιπιδίου
των λιπίδιων
& λιπιδίων
    αιτιατική το λιπίδιο τα λιπίδια
     κλητική λιπίδιο λιπίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιπίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο:λιπίδιον < (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία lipid < αρχαία ελληνική λίπ(ος) + -id < -ίδιον[1]

Ουσιαστικό

λιπίδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.