λιναρόσχοινο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιναρόσχοινο τα λιναρόσχοινα
      γενική του λιναρόσχοινου των λιναρόσχοινων
    αιτιατική το λιναρόσχοινο τα λιναρόσχοινα
     κλητική λιναρόσχοινο λιναρόσχοινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιναρόσχοινο < λινάρι + σχοινί

Ουσιαστικό

λιναρόσχοινο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος): συνηθέστερα καραβόσχοινο λεπτό που κατασκευάζεται από λινάρι και χρησιμοποιείται ως ιστιόραμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.