λιμπρέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λιμπρέτο | τα | λιμπρέτα |
| γενική | του | λιμπρέτου | των | λιμπρέτων |
| αιτιατική | το | λιμπρέτο | τα | λιμπρέτα |
| κλητική | λιμπρέτο | λιμπρέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιμπρέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική libretto, υποκοριστικό του libro < λατινική liber
-
λιμπρέτο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.