λιμνιώνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιμνιώνας οι λιμνιώνες
      γενική του λιμνιώνα των λιμνιώνων
    αιτιατική τον λιμνιώνα τους λιμνιώνες
     κλητική λιμνιώνα λιμνιώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιμνιώνας < μεσαιωνική ελληνική λιμνιώνας < αρχαία ελληνική λιμιών  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈmɲo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιμνιώνας

Ουσιαστικό

λιμνιώνας αρσενικό

  1. το λιμάνι
  2. (μεταφορικά) το καταφύγιο

  • λιμιώνας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.