λιθοδομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθοδομία οι λιθοδομίες
      γενική της λιθοδομίας των λιθοδομιών
    αιτιατική τη λιθοδομία τις λιθοδομίες
     κλητική λιθοδομία λιθοδομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθοδομία < λίθο(ς) + δομ(ή) + -ία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

λιθοδομία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.