λιθογραφείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιθογραφείο τα λιθογραφεία
      γενική του λιθογραφείου των λιθογραφείων
    αιτιατική το λιθογραφείο τα λιθογραφεία
     κλητική λιθογραφείο λιθογραφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθογραφείο < λιθογράφος + -είο

Ουσιαστικό

λιθογραφείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.