λιγούστρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιγούστρο τα λιγούστρα
      γενική του λιγούστρου των λιγούστρων
    αιτιατική το λιγούστρο τα λιγούστρα
     κλητική λιγούστρο λιγούστρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιγούστρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λιγούστρο ουδέτερο

  1. (φυτό) κοινή ονομασία για διάφορα θαμνοειδή, αειθαλή φυτά του γένους Ligustrum

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.