λιανοκλάδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιανοκλάδι τα λιανοκλάδια
      γενική του λιανοκλαδιού των λιανοκλαδιών
    αιτιατική το λιανοκλάδι τα λιανοκλάδια
     κλητική λιανοκλάδι λιανοκλάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιανοκλάδι < λιανός + -ο- + κλαδί +

Προφορά

ΔΦΑ : /ʎa.noˈkla.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιανοκλάδι

Ουσιαστικό

λιανοκλάδι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • λιανοκλάδι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.