ληρώδης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ληρώδης τὸ ληρῶδες
      γενική τοῦ/τῆς ληρώδους τοῦ ληρώδους
      δοτική τῷ/τῇ ληρώδει τῷ ληρώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν ληρώδη τὸ ληρῶδες
     κλητική ! ληρῶδες ληρῶδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ληρώδεις τὰ ληρώδη
      γενική τῶν ληρώδων τῶν ληρώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ληρώδεσ(ν) τοῖς ληρώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ληρώδεις τὰ ληρώδη
     κλητική ! ληρώδεις ληρώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ληρώδει τὼ ληρώδει
      γεν-δοτ τοῖν ληρώδοιν τοῖν ληρώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ληρώδης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ληρώδης, -ης, -ες

  • μάταιος, ανόητος, φλύαρος
      5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Θεαίτητος, 174d @scaife.perseus
    ἔν τε τοῖς ἐπαίνοις καὶ ταῖς τῶν ἄλλων μεγαλαυχίαις οὐ προσποιήτως ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν ἔνδηλος γιγνόμενος ληρώδης δοκεῖ εἶναι.
    Και στους επαίνους και τα καυχήματα των άλλων φαίνεται να γελά όχι προσποιητώς αλλά πραγματικά και φαίνεται ότι είναι ανόητος.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
      1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Μάριος, 34.5 @scaife.perseus
    αἱ δὲ πρὸς ταῦτα τοῦ Μαρίου δικαιολογίαι παντάπασιν ἐφαίνοντο ληρώδεις·

Συγγενικά

  • ληραίνω
  • ληρεία
  • ληρέω
  • λήρημα
  • λήρησις
  • λῆρος
  • ληροφρονέω
  • ληρωδέω
  • ληρώδημα
  • ληρωδία
  • ληρωδῶς (επίρρημα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.