λῆρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λῆρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λῆρος αρσενικό

  1. λόγος εντυπωσιακός αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
  2. παραλήρημα, φλυαρία
  3. (ως επίθετο) ανόητος

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.