λῆρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- λῆρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λῆρος αρσενικό
- λόγος εντυπωσιακός αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
- παραλήρημα, φλυαρία
- (ως επίθετο) ανόητος
Συγγενικά
- ληρέω
- λήρημα
- λήρησις
Σύνθετα
- ληρώδης, ληρωδέω, ληρώδημα, ληρωδία
- παράληρος, παραληρέω, παραλήρημα, παραλήρησις
- Κρονόληρος
- Ληρόκριτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.