λεξιπλάστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λεξιπλάστης | οι | λεξιπλάστες |
| γενική | του | λεξιπλάστη | των | λεξιπλαστών |
| αιτιατική | τον | λεξιπλάστη | τους | λεξιπλάστες |
| κλητική | λεξιπλάστη | λεξιπλάστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- λεξιπλασία
- → δείτε τις λέξεις λέξη και πλάθω
Μεταφράσεις
λεξιπλάστης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.