λεξικόγραπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεξικόγραπτος | η | λεξικόγραπτη | το | λεξικόγραπτο |
| γενική | του | λεξικόγραπτου | της | λεξικόγραπτης | του | λεξικόγραπτου |
| αιτιατική | τον | λεξικόγραπτο | τη | λεξικόγραπτη | το | λεξικόγραπτο |
| κλητική | λεξικόγραπτε | λεξικόγραπτη | λεξικόγραπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεξικόγραπτοι | οι | λεξικόγραπτες | τα | λεξικόγραπτα |
| γενική | των | λεξικόγραπτων | των | λεξικόγραπτων | των | λεξικόγραπτων |
| αιτιατική | τους | λεξικόγραπτους | τις | λεξικόγραπτες | τα | λεξικόγραπτα |
| κλητική | λεξικόγραπτοι | λεξικόγραπτες | λεξικόγραπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λεξικόγραπτος < λεξικογραφώ + -τος, λεξικό- + γραπτός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λεξικογραφία
Μεταφράσεις
λεξικόγραπτος
|
Αναφορές
- λεξικόγραπτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.