λενινισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λενινισμός | οι | λενινισμοί |
| γενική | του | λενινισμού | των | λενινισμών |
| αιτιατική | τον | λενινισμό | τους | λενινισμούς |
| κλητική | λενινισμέ | λενινισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λενινισμός < (ανθρωπωνύμιο) Λένιν + -ισμός
Ουσιαστικό
λενινισμός αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.