λεμονοστύφτης
Νέα ελληνικά (el)

ημιεπαγγελματικός μηχανικός λεμονοστείφτης
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λεμονοστύφτης | οι | λεμονοστύφτες |
| γενική | του | λεμονοστύφτη | των | λεμονοστυφτών |
| αιτιατική | τον | λεμονοστύφτη | τους | λεμονοστύφτες |
| κλητική | λεμονοστύφτη | λεμονοστύφτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.mo.noˈsti.ftis/
- λεμονοστείφτης (ετυμολογική γραφή)
- λεμονοστίφτης (σπανιότερη γραφή)
Ταυτόσημο
Εκφράσεις
- (οικείο) είσαι μάγκας, είσαι τσίφτης, είσαι και λεμονοστύφτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.