στύφτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στύφτης οι στύφτες
      γενική του στύφτη των στυφτών
    αιτιατική τον στύφτη τους στύφτες
     κλητική στύφτη στύφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στύφτης < στυπ- (στύβω) + -της με ανομοίωση [pt] > [ft][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsti.ftis/

Ουσιαστικό

στύφτης αρσενικό

  • μηχανισμός ή μικρό σκεύος που βοηθά στην πίεση φρούτων (λεμόνια, πορτοκάλια) ώστε να βγει ο χυμός τους

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.