στύφτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στύφτης | οι | στύφτες |
| γενική | του | στύφτη | των | στυφτών |
| αιτιατική | τον | στύφτη | τους | στύφτες |
| κλητική | στύφτη | στύφτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsti.ftis/
Ουσιαστικό
στύφτης αρσενικό
- μηχανισμός ή μικρό σκεύος που βοηθά στην πίεση φρούτων (λεμόνια, πορτοκάλια) ώστε να βγει ο χυμός τους
Συνώνυμα
Συγγενικά
- λεμονοστύφτης
- πορτοκαλοστύφτης
- και → δείτε τη λέξη στύβω
Αναφορές
- στύφτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.