λεμονή

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /le.moˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεμονή
ομόηχο: λεμονί
τονικό παρώνυμο: λεμόνι

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λεμονή

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του λεμονής
    άλλες μορφές: λεμονιού
  2. αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του λεμονής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.