λεκτόρισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεκτόρισσα | οι | λεκτόρισσες |
| γενική | της | λεκτόρισσας | των | λεκτορισσών |
| αιτιατική | τη | λεκτόρισσα | τις | λεκτόρισσες |
| κλητική | λεκτόρισσα | λεκτόρισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λεκτόρισσα θηλυκό
- θηλυκό του λέκτορας
- ※ Το 1974 ανέλαβε ως εντεταλμένη λεκτόρισσα για νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης όπου εργάστηκε ως το 1983. (www.biblionet.gr/author/8414/Niki_Eideneier)
Μεταφράσεις
λεκτόρισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.