λεβητοστάσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεβητοστάσιο τα λεβητοστάσια
      γενική του λεβητοστάσιου
& λεβητοστασίου
των λεβητοστάσιων
& λεβητοστασίων
    αιτιατική το λεβητοστάσιο τα λεβητοστάσια
     κλητική λεβητοστάσιο λεβητοστάσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεβητοστάσιο < λέβητ(ας) + -ο- + -στάσιο

Ουσιαστικό

λεβητοστάσιο ουδέτερο

  • (τεχνολογία) ο ιδιαίτερος χώρος (δωμάτιο ή άλλη εγκατάσταση) όπου είναι εγκατεστημένοι οι λέβητες
    πλημμύρισε το λεβητοστάσιο της πολυκατοικίας και χάλασε η κεντρική θέρμανση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.