λεβέντικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεβέντικος | η | λεβέντικη | το | λεβέντικο |
| γενική | του | λεβέντικου | της | λεβέντικης | του | λεβέντικου |
| αιτιατική | τον | λεβέντικο | τη | λεβέντικη | το | λεβέντικο |
| κλητική | λεβέντικε | λεβέντικη | λεβέντικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεβέντικοι | οι | λεβέντικες | τα | λεβέντικα |
| γενική | των | λεβέντικων | των | λεβέντικων | των | λεβέντικων |
| αιτιατική | τους | λεβέντικους | τις | λεβέντικες | τα | λεβέντικα |
| κλητική | λεβέντικοι | λεβέντικες | λεβέντικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λεβέντικος < λεβέντης
Επίθετο
λεβέντικος
- που χαρακτηρίζει το λεβέντη, που δείχνει λεβεντιά
- ※ Βέβαια, και στη μάχη κι εδώ ο θάνατος είναι λεβέντικος σαν πεθαίνεις για το δικό σου ιδανικό. (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
Συγγενικά
Μεταφράσεις
λεβέντικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.